«Είναι υψηλό το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν τα φαντάσματα. Κι αυτό ακριβώς είμαι πλέον εγώ. Ένα φάντασμα, ένα στοιχειό. Με τη δική μου θέληση, με τον δικό μου τρόπο. Ένα φάντασμα που κινείται αθόρυβα ανάμεσα στον κόσμο. Κι εκείνοι; Εκείνοι με κοιτάζουν, αλλά δε με βλέπουν. Με ακούνε αλλά δε με αφουγκράζονται. Με συναναστρέφονται, αλλά δε με ξέρουν…»
Ένας κατά συρροήν δολοφόνος σκοτώνει γυναίκες στο παρόν αντιγράφοντας γυναικοκτονίες του παρελθόντος που παρέμειναν ατιμώρητες. Στην άψογα σκηνοθετημένη σκηνή του εγκλήματος, ο δολοφόνος αφήνει «δωράκια» για την αστυνομία: έξτρα στοιχεία, με τα οποία μπορούν να συλληφθούν πλέον οι ένοχοι του παρελθόντος. Όλα τα θύματα φορούν ένα κόσμημα πανομοιότυπο με αυτό που έχει η υπαστυνόμος Νόρα Δενδρινού πάντα στον λαιμό της: ένα καλλιγραφικό κεφαλαίο «Ν» κλεισμένο σ’ ένα σπιτάκι. Η πρό(σ)κληση του δολοφόνου προς εκείνη είναι σαφής. Το παιχνίδι αρχίζει. Μαζί της, ο υπαστυνόμος Νικόλας Παναγιωτίδης και η ιδιωτική ερευνήτρια Ελπινίκη Ντόκα. Οι τρεις τους εγκλωβισμένοι σε μια αρένα θανάτου.
Μπορεί το παρόν να ξεκλειδώσει το παρελθόν;
Μπορεί η εκδίκηση να σημάνει δικαίωση;
Διότι κάποιες φορές «το παρελθόν δεν έχει έρθει ακόμη και το μέλλον δεν είναι όπως παλιά…»