Άκουσα σειρήνες να ουρλιάζουν. Το φώτα τους με τύφλωσαν. Περιπολικά σταμάτησαν απότομα κοντά μου. Τα φρένα τους στρίγκλισαν. Προσπάθησα να βρω μια διέξοδο, να ξεφύγω. Άρχισα να τρέχω. Προς το πουθενά, προς το σκοτάδι.
Έστριψα σε ένα στενό, δίπλα στο ξενοδοχείο. Και συνέχισα να τρέχω. Όταν πίστεψα πως τα είχα καταφέρει, όταν σταμάτησα να πάρω μια ανάσα, κάποιος με άρπαξε άγρια από το μπράτσο.
«Αστυνομία! Ψηλά τα χέρια! Συλλαμβάνεσαι!» μου φώναξε.
Γύρισα προς το μέρος του αλαφιασμένη. Ήταν ο Νικόλας! Ο άντρας που αγαπούσα. Ο άντρας που μου είχε ζητήσει να γίνω γυναίκα του. Κρατούσε στο χέρι του ένα πιστόλι. Και με σημάδευε.
Η Βαλέρια είναι κλέφτρα. Ένας θηλυκός Ρομπέν των Δασών.
Ο Νικόλας είναι αστυνομικός.
Ανάμεσά τους φουντώνει ένας έρωτας φωτιά∙ σε ένα μυθιστόρημα γεμάτο ανατροπές που χορεύει πεντοζάλι, ανάμεσα στην αλήθεια και τη φαντασία, στο παρόν και το παρελθόν∙ στον έρωτα μιας Κρητικοπούλας κι ενός Γερμανού, στα χρόνια του πολέμου. Και ταξιδεύει με το Οριάν Εξπρές της καρδιάς μας στην αγκαλιά του ήλιου.
Γιατί τη ζωή μας τη ζούμε στις πιο μικρές ευτυχισμένες μας στιγμές. Και γιατί αξίζει να γίνουμε ήλιοι για να φωτίσουμε τους σβησμένους ήλιους των άλλων…